Γεώργιος Δ. Φωτόπουλος: Η Απελευθέρωσις των Ιωαννίνων 21 Φεβρουαρίου 1913 (Ένα ρολόι γράφει Ιστορία)

Η Απελευθέρωσις των Ιωαννίνων 21 Φεβρουαρίου 1913

(Ένα ρολόι γράφει Ιστορία) 

Ενθύμιον  Βαλκανικών Πολέμων

Γλυκά κοιμήσου ξυπνητήρι 

ρολόϊ δοξασμένο,

γιατί αρκετά πολέμησες 

και είσαι κουρασμένο.

“Ο Μπιζανομάχος
Φωτόπουλος Ιωάννης ή Γιαννέλης του Γεωργάκη
από Καμενιάνους Καλαβρύτων
Γνωστός με το προσωνύμιο Γερμανός ”

Κατά την διάρκειαν των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), ο παππούς μου Φωτόπουλος Ιωάννης ή Γιαννέλης του Γεωργάκη, από τους Καμενιάνους Καλαβρύτων, γνωστός με το προσωνύμιον Γερμανός, Στρατιώτης εις την IV Μεραρχίαν, είχε τρεις ομοχωρίους του συμπολεμιστές, τον Υπαξιωματικόν Καλογερόπουλον Γεώργιον του Χρήστου, μετέπειτα Υποστράτηγον και τους Στρατιώτες Ανδρουτσόπουλον Αλέξανδρον του Ιωάννου και τον Φωτόπουλον Ανδρέαν του Αλεξίου, οι δύο Στρατιώτες ήσαν πρώτα εξαδέλφια του παππού μου. Ο παππούς μου υπηρετούσε εις το πεζικόν και οι άλλοι τρεις εις το πυροβολικόν.   

Τούτων ο τελευταίος ήλθεν εξ Αμερικής, προκειμένου να πολεμήση εθελοντής. Όταν αργότερα, πολίτης πλέον, αλλά εις νεαράν ηλικίαν, ολίγον πριν απέλθη από την ζωήν, υποκύψας εις τις πολεμικές κακουχίες, εκάλεσε τον παππού μου και εις ενθύμιον των πολέμων 1912-1913 του έδωσε το ωρολόγιόν του, κατασκευασμένον επί παραγγελία εις την Αμερικήν, το οποίον μάλιστα φέρει δύο Ελληνικές Σημαίες και το ονοματεπώνυμον του δωρητού (Ανδρέας Φωτόπουλος). Το ωρολόγιον τούτο κληρονομικώ και ιστορικώ δικαιώματι φέρει ο γράφων. Αυτά τα ολίγα για Εισαγωγήν.

Ως γνωστόν την 5ην Οκτωβρίου (π.η.) 1912 οι Σύμμαχοι Βαλκανικοί Στρατοί άρχισαν τις επιχειρήσεις κατά των Τούρκων.

Εις τις 2 Οκτωβρίου το Γενικόν Στρατηγείον Ελλάδος εξέδωσε Διαταγήν προωθήσεως των Μονάδων την επομένην ημέραν εις τους χώρους εξορμήσεως κοντά εις τα σύνορα, η οποία και επραγματοποιήθη με επιτυχίαν.

Έτσι το βράδυ της 4ης Οκτωβρίου, η συγκέντρωσις του Στρατού μας είχεν ως εξής:

  1. Στρατός Θεσσαλίας: με επικεφαλής τον Διάδοχον Κωνσταντίνον, 44 ετών.

α. Ι Μεραρχία, υπό τον Υποστράτηγον Μανουσογιαννάκην Εμμανουήλ.

β. ΙΙ Μεραρχία, υπό τον Υποστράτηγον Καλλάρην Κωνσταντίνον.

γ. ΙΙΙ Μεραρχία, υπό τον Υποστράτηγον Δαμιανόν Κωνσταντίνον.

δ. IV Μεραρχία, υπό τον Υποστράτηγον Μοσχόπουλον Κωνσταντίνον.

ε. V Μεραρχία, υπό τον Συνταγματάρχην Μηχανικού Ματθαιόπουλον Δημήτριον. 

στ. VI Μεραρχία, υπό τον Συνταγματάρχην Ιππικού Μηλιώτην Κομνηνόν.  

ζ. VII Μεραρχία, υπό τον Συνταγματάρχην Πυροβολικού Κλεομένην Κλεομένην. 

η. Ταξιαρχία Ιππικού, υπό τον Υποστράτηγον Σούτσον Αλέξανδρον.

θ. Τα τέσσαρα Τάγματα Ευζώνων 

  – 1ον  και 4ον υπό τον Συνταγματάρχην Μηχανικού Γεννάδην Στέφανον (Απόσπασμα Γεννάδη).

– 2ον και 6ον υπό τον Αντισυνταγματάρχην Μηχανικού Κωνσταντινόπουλον Κωνσταντίνον (Απόσπασμα Κωνσταντινοπούλου).

ι. Υπηρεσία Μετόπισθεν, υπό τον Συνταγματάρχην Μηχανικού Σωτίλην Ναπολέοντα.

 Συνολικά ο Ελληνικός Στρατός Θεσσαλίας ανήρχετο εις 100.000 άνδρες και 23.000 κτήνη.

  1. Στρατός Ηπείρου:  Υπό τον Αντιστράτηγον Σαπουντζάκην Κωνσταντίνον, 66 ετών. 

Ο Στρατός Ηπείρου δυνάμεως μιας Μεραρχίας περίπου, που αργότερα (12 Δεκεμβρίου) ωνομάσθη VIII Μεραρχία, ανήρχετο εις 10.500 άνδρες περίπου και περιελάμβανε 8 Τάγματα Πεζικού και Ευζώνων 1 Ίλη Ιππικού, 1 λόχο σκαπανέων, 12 πεδινά, 12 ορειβατικά και 18 τοπομαχικά πυροβόλα.

Ο Στρατός Θεσσαλίας εσημείωσε λαμπρές νίκες και την 26ην Οκτωβρίου 1912 Απελευθέρωσε την Θεσσαλονίκην.        

Ενταύθα οφείλω να επισημάνω ότι το πλοίο Αβέρωφ, το οποίον συνεδίαζε όλα τα πλεονεκτήματα του θωρηκτού και του καταδρομικού, η Ναυαρχίδα του Στόλου μας, με κυβερνήτην τον Αντιπλοίαρχον Δούσμανην Σοφοκλή και Αρχηγόν Στόλου τον Υποναύαρχον Κουντουριώτην Παύλον, εξησφάλιζε το Κεντρικόν και Βόρειον Αιγαίον.

Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του Θωρηκτού Αβέρωφ εις τις ναυμαχίες Έλλης και Λήμνου στις 3 Δεκεμβρίου 1912 και στις 5 Ιανουαρίου 1913 αντίστοιχα. Η ορμητικότητα του γενναίου Υποναυάρχου και η άριστη αξιοποίησις του υπερσύγχρονου για την εποχήν εκείνην υλικού, έφεραν τα καλύτερα αποτελέσματα. Ο Στόλος μας έτρεψεν εις άτακτον φυγήν την Τουρκικήν Αρμάδα και εξησφάλισε για πολλά χρόνια την Στρατιωτικήν κυριαρχίαν του εις το Αιγαίον. Σωστά λοιπόν οι Τούρκοι το ωνόμασαν θωρηκτόν-καταδρομικόν Αβέρωφ, «σεϊτάν παπόρ», δηλαδή διαβολικό καράβι. Σημειωτέον ότι ο ανεψιός του Παύλου Κουντουριώτη (γυιος της αδελφής του), Υποπλοίαρχος Βότσης Νικόλαος, κυβερνήτης του Τορπιλοβόλου 12, εβύθισε με δύο τορπίλες το μικρό θωρηκτό του Τουρκικού στόλου Φετίχ μπουλέν εις τον λιμένα της Θεσσαλονίκης. Η επιτυχία αυτή συνετέλεσε τα μέγιστα εις την παράδοσιν της Τουρκικής Φρουράς της Θεσσαλονίκης, με επακόλουθόν της Απελευθέρωσιν της πόλεως. Το θωρηκτόν-καταδρομικόν Αβέρωφ – κατά που γράφει εις τον ημερήσιον τύπον της 6ης Δεκεμβρίου 2014 ο Αντιναύαρχος Δρ. Στυλιανός Πολίτης – εναυπηγήθη εις το Λιβόρνον της Ιταλίας, επιτυχία του ναυπηγού J. Orlando. Το θωρηκτόν-καταδρομικόν αγοράστηκε από την Χώραν μας αντί 22.300.000 χρυσών δραχμών, τιμή ευκαιρίας. Μεγάλο μέρος από το ποσόν αυτό 8.000.000 χρυσές δραχμές εκαλύφθη από το κληροδότημα του Εθνικού μας Ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ.

Σήμερον το Αβέρωφ – μετά την αναπαλαίωσίν του – στέκει παρωπλισμένον, εις τον Όρμον του Φαλήρου, υπερήφανον για την παλιάν του δόξαν, ως πλοίον – Μουσείον, για να μας θυμίζη: τον ηρωϊσμόν των γενναίων ναυμάχων μας, την μεγαλοψυχίαν των Εθνικών μας ευεργετών, το ήθος και την εντιμότητα του Πλωτάρχου Π. Κοντόσταυλου – φίλου και συμμαθητού εις την Σχολήν Ναυτικών Δοκίμων Σοφοκλή Δούσμενη – ο οποίος Κοντόσταυλος κατά την διάρκειαν των διαπραγματεύσεων, για την αγοράν του θωρηκτού, ερωτήθηκε από τον εκπρόσωπο των ναυπηγείων εις το Λιβόρνον της Ιταλίας: «Σε ποιον λογαριασμόν θέλετε να σας βάλουμε την προμήθειάν σας κ. Πλωτάρχα;». Ο Πλωτάρχης Κοντόσταυλος απήντησε: «Να εκπέση από το τίμημα της αγοράς του πλοίου».        

Την 6ην Οκτωβρίου 1912 άρχισαν οι επιχειρήσεις και εις το μέτωπον της Ηπείρου και ύστερα από πολυήμερους και πεισματώδεις αγώνες κατελήφθησαν την 12ην Οκτωβρίου η Πρέβεζα και η Φιλιππιάδα. Την 26ην Οκτωβρίου κατελήφθησαν τα Πέντε Πηγάδια. Ύστερα από αυτά οι Τούρκοι συνεπτύχθησαν εις τις περί τα Ιωάννινα δυσπροσίτους θέσεις Μανωλιάσας, Αυγού, Κανέτας και Μπιζανίου. Παράλληλα με τ’ ανωτέρω, μεικτή φάλαγγα, της οποίας το μεγαλύτερον μέρος αποτελούσαν Γαριβαλδίνοι*, κατέλαβε την 10ην Νοεμβρίου τα υψώματα γύρω από το Μέτσοβο. Από του Νοεμβρίου 1912, η προσοχή και η συγκίνησις του Ελληνισμού εστρέφετο προς τα Ιωάννινα. Μαζί με την Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολιν και την Θεσσαλονίκην η «πόλις Φρούριον» ήταν η ακοίμητος εστία του δούλου Γένους.

Γύρω από την πόλιν των Ιωαννίνων και εις ακτίνα (προς Ν.-Ν.Α. και Ν.Δ.) δέκα περίπου χιλιομέτρων, υπάρχει σειρά υψωμάτων ύψους περί τα 1.000 μέτρα. Τα υψώματα αυτά εκ φύσεως οχυρά, είχαν υπό των Τούρκων ενισχυθεί και με έργα τέχνης οχυρωματικής, εις ωρισμένα μέρη και με σειρές συρματοπλεγμάτων.

Κατ’ αφήγησιν του παππού μου, ο οποίος είχε πολεμήσει εκεί, «επετέθησαν Εύζωνοι κατά μέτωπον να κόψουν τα συρματοπλέγματα με ψαλίδες, για να μπουν στο Μπιζάνι και έμειναν μόνον δέκα τρεις», χωρίς η ηρωϊκή τους αυτή ενέργεια να στεφθή υπό επιτυχίας. Η περιοχή αυτή ήταν αμυντικά άριστα κατηρτισμένη από τον Γερμανόν Στρατηγόν Φον Ντερ Γκόλτς, στρατιωτικόν σύμβουλον του τουρκικού στρατού κατά που γράφει ο αείμνηστος Γεώργιος Αχιλλέως Παπαδημητρίου εις τον ημερήσιον τύπον. 

Την 26ην Νοεμβρίου 1912 ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθη και με την ΙΙ Μεραρχίαν.            

Ύστερα από συνεννόησιν του Υπουργείου Στρατιωτικών με τον Αρχηγόν του Στρατού Θεσσαλίας, διετάχθη η Μεραρχία (μειωμένη κατά το 7ον Σύνταγμα Πεζικού, το οποίον είχε πάρει αποστολήν να απελευθερώση τα νησιά του Αιγαίου), να μετακινηθή ατμοπλοϊκώς εκ Θεσσαλονίκης εις Πρέβεζαν και να τεθή υπό τις Διαταγές του Στρατηγείου Ηπείρου. Η αποβίβασις της ΙΙ Μεραρχίας εις την Πρέβεζαν έγινε από 19 μέχρι 25 Νοεμβρίου 1912 και αμέσως προωθήθη εις την περιοχήν του Χάνι Τερόβου, 25 χιλιόμετρα βορείως της Φιλιππιάδος. Διοικητής ο Υποστράτηγος Κωνσταντίνος Κάλαρης, ο οποίος έφερε το προσωνύμιον «Πιάκος», επειδήν εσυνήθιζε να λέει: «Είναι καμιά εικοσαριά εδώ επάνω, πάμε να τους πιάκουμε». (Αφήγηση του παππού μου). Ενταύθα οφείλω να επισημάνω ότι ο γυιος του Στρατηγού Καλάρη, Σπυρίδων Καλάρης, Υπολοχαγός, εφονεύθη μπροστά στα μάτια του παππού μου, εις την Μανωλιάσαν, όπως αφηγείτο ο ίδιος. Εκ της αφηγήσεως ευκόλως συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο Υπολοχαγός Καλάρης μετέβη εις την αιωνιότητα, αφού άφησε παρακαταθήκην την μεγάλην φιλοπατρίαν, την ευψυχίαν και την πολεμικήν αρετήν. 

  Την 29ην και 30ην Νοεμβρίου ο Στρατός Ηπείρου αναλαμβάνει γενικήν επίθεσιν κατά μέτωπον. Το αποτέλεσμα όμως της επιθέσεως αυτής –εν συγκρίσει με τις απώλειες του Στρατού μας– υπήρξεν πενιχρόν. Περιεσφύγγησαν όμως ακόμη περισσότερον οι θέσεις των Τούρκων επί των οχυρών των. 

Οι ημέρες περνούν με εκατέρωθεν μικροεπιθέσεις, χωρίς κανένα σημαντικόν αποτέλεσμα. Όμως ο Στρατός μας υφίστατο σοβαρές απώλειες. Ο χειμώνας βαρύτατος, η διατροφή των ανδρών κάκιστη, λόγω διακοπής του ανεφοδιασμού εκ των καιρικών συνθηκών.

Παρ’ όλα αυτά οι Έλληνες Στρατιώτες παραμένουν καρτερικά και ακλόνητοι εις τις θέσεις των. Αλλά και η κατάστασις των Τούρκων δεν είναι καλύτερη. Ο Τούρκος Στρατηγός Εμίν, μαχητής τότε και αυτός εις το Φρούριον των Ιωαννίνων (λοχαγός επιτελάρχης του Φρουρίου), γράφει για την δυσχερή κατάστασιν -η οποία επικρατεί εις το Φρούριον- εις το πόνημά του: «Η άμυνα των Ιωαννίνων» (έτος εκδόσεως 1927), στοιχεία τα οποία έχουν ληφθεί από το ημερολόγιον της Διοικήσεως του Φρουρίου.       

Εις τα τέλη Δεκεμβρίου 1912 ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθη δια δύο ακόμη Μεραρχιών, της IV και της VI. Εις την IV Μεραρχίαν –όπως αναφέρω και εις προηγούμενον δημοσίευμά μου, αλλά και εις την αρχήν του παρόντος- υπηρετούσε ο παππούς μου, ο οποίος είχεν αφηγηθεί πλείστες όσες λεπτομέρειες για τον πλουν του στολίσκου των μεταγωγικών ατμοπλοίων, ο οποίος στολίσκος μετέφερε τους άνδρες της IV Μεραρχίας με όλον τον εξοπλισμόν των και τα εφόδιά των εκ Θεσσαλονίκης εις την Ήπειρον. Ομιλούσε για την σπάνιαν καλωσύνην του καιρού, το ευδιάθετον των ανδρών με αυτήν την υποδοχήν του ουρανού και της θάλασσας.

Επεδίδοντο εις το φαγοπότι και εις το γλέντι. Στρατιώτες και βαθμοφόροι όλοι ίσοι, συζητούσαν, έπαιζαν χαρτιά, δοκιμάζοντες την τύχην των. Δεν έπαυαν όμως να καταδιώκουν τον αχώριστον σύντροφόν των και ενοχλητικόν αντίπαλόν των, τις ψείρες. Ο Στρατός μας τότε, πέραν από τα πυρά του αντιπάλου, είχε να αντιμετωπίσει, την ψείραν, το κρύο, το χιόνι, τα κρυοπαγήματα. Όταν ο παππούς μου έβγαλε τ’ άρβυλά του, μαζί εβγήκαν οι κάλτσες, τα νύχτια και η επιδερμίδα από τα πόδια του. Όμως δεν ήταν ο μοναδικός. Επανερχόμενος, κάνω μνείαν ότι την 14ην Δεκεμβρίου 1912 η IV Μεραρχία ευρίσκετο συγκεντρωμένη εις την Πρέβεζαν και την επομένην εις την Φιλιππιάδα, όπου ενισχύεται με δύο χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι συμπληρώνουν τα κενά των Συνταγμάτων. Επίσης ενισχύθηκε και με υλικά και τρόφιμα.

Μετά ταύτα ο Διοικητής της Υποστράτηγος Μοσχόπουλος Κωνσταντίνος, συνεννοήθη με τον Αρχηγόν Στρατού Ηπείρου Αντιστράτηγον Κωνσταντίνον Σαπουντζάκην, ο οποίος καθώρισε την θέσιν της Μεραρχίας, της οποίας η αποστολή ήταν να ενισχύει τις μαχόμενες δυνάμεις και δη της II Μεραρχίας, η οποία εις την γραμμήν της μάχης είχεν υποστεί μεγάλες απώλειες.

Η VI Μεραρχία επιβιβάστηκεν εις 18 ατμόπλοια εις Θεσσαλονίκην. Την 22αν Δεκεμβρίου 1912 και μέχρι 28 Δεκεμβρίου είχεν αποβιβασθεί εις την Πρέβεζαν, όπου οι μονάδες της ενισχύθηκαν από επιστράτους. Εν συνεχεία μέχρι την 13ην Ιανουαρίου 1913 η Μεραρχία με Διαταγήν του Στρατηγείου Ηπείρου μετεστάθμευσε εις το άκρον δεξιόν της διατάξεως του Στρατού Ηπείρου, εις την περιοχήν των χωριών Κορίτιανη – Πλέσια – Καλέντζι.

Ο Αρχηγός Στρατού Ηπείρου Αντιστράτηγος Σαπουντζάκης, κρίνων ότι είχεν  επαρκείς δυνάμεις δι’ ανάληψιν επιθέσεως και κατάληψιν του Φρουρίου εκδίδει την 2αν  Ιανουαρίου σχετικήν Δ/γήν επιθέσεως και την 6ην Ιανουαρίου διατάσσει επειγόντως την έναρξιν των επιχειρήσεων από της επομένης 7 Ιανουαρίου 1913.

Ο πενθήμερος αγώνας 7 έως 11 Ιανουαρίου υπήρξε πάρα πολύ σκληρός και ίσως να είχε θετικά αποτελέσματα αν κατά κύριον λόγον δεν ενέσκηπτεν από 8ης Ιανουαρίου τρομερά κακοκαιρία.

Ενταύθα οφείλω να επισημάνω ότι οι Τούρκοι περιήλθαν εις δύσκολην θέσιν. 

Όμως πέραν των δυσμενών καιρικών συνθηκών, τραυματίζεται ο Διοικητής του 9ου Τάγματος Ευζώνων Ταγματάρχης Βελισσαρίου. Ο Στρατηγός Πάγκαλος σχετικά με τον τραυματισμόν τούτον γράφει εις τα απομνημονεύματά του: «Αι απώλειαι του Ευζωνικού Συντάγματος δεν ήσαν σημαντικαί. Έσχεν όμως τούτο το ατύχημα να τραυματισθή εις τον πόδα ο Ταγματάρχης Βελισσαρίου». Είμαι βέβαιος (γράφει) ότι εάν δεν ετραυματίζετο σοβαρώς, μεταφερθείς εις νοσοκομείον, ο αείμνηστος Ταγματάρχης Βελισσαρίου και μόνον το υπ’ αυτόν 9ον Τάγμα Ευζώνων θα είχε καταλάβει την ημέραν εκείνην το καταστάν θρυλικόν οχυρόν του Μπιζανίου». Ο Στρατηγός Πάγκαλος, λοχαγός τότε, σύνδεσμος της VI Μεραρχίας με το Ευζωνικόν Σύνταγμα του Διονυσίου Παπαδοπούλου εγνώριζε τις λεπτομέρειες αυτές και παραθέτει: «Δυστυχώς και ο Διοικητής του Ευζωνικού Συντάγματος, ο ηρωϊκός Διονύσιος Παπαδόπουλος είχε προσβληθεί την ημέραν εκείνην από υψηλόν πυρετόν».

Συνέπεια των κατά τα ανωτέρω καταστάσεων ήταν να ατονίσει η επιθετική προσπάθεια του Στρατού Ηπείρου και το μέτωπον να σταθεροποιηθή μπροστά από την ωχυρωμένην τοποθεσίαν των Ιωαννίνων.

Την 15η Ιανουαρίου 1913 αναλαμβάνει την Διοίκησιν της Στρατιάς ο Αρχιστράτηγος-Διάδοχος Κωνσταντίνος. Κατόπιν μακράς επιθεωρήσεως υπ’ αυτού των στρατευμάτων Ηπείρου, διατάσσεται γενική ανάπαυσις αυτών. Το δριμύτατον ψύχος (15 βαθμούς κάτω από το μηδέν, όπως γράφει εις τα απομνημονεύματά του ο Στρατηγός Πάγκαλος), δεν επέτρεπε την διεξαγωγήν επιχειρήσεων.

Το Γενικόν Στρατηγείον εγκατεστάθη εις το Χάνι του Εμίν Αγά, επί της αμαξιτής οδού Φιλιππιάδος – Ιωαννίνων.                    

Η δύναμις του Στρατού Ηπείρου ανήρχετο εις 39.000 άνδρες, εις 56 πεδινά πυροβόλα, 41 ορειβατικά και 12 βαρέα.

Ο Αρχιστράτηγος κατώρθωσε με τα ληφθέντα υπ’ αυτού μέτρα να καταστή η διατροφή του Στρατού πολύ καλή και γενικώς η υγιεινή αυτού κατάστασις να βελτιωθεί σημαντικώς.

Την 15ην Φεβρουαρίου, ενώ εσυνεχίζοντο εντατικά οι προπαρασκευές για την γενικήν επίθεσιν με κύριαν προσπάθειαν εις το δεξιόν κατά του Μπιζανίου, το Γενικόν Στρατηγείον, αφού επανεκτίμησε την κατάστασιν, μετέβαλε το Σχέδιον και απεφάσισε να ενεργήσει την κυρίαν επίθεσιν κατά του δυτικού τμήματος της ωχυρωμένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων.

Απεφασίσθη δηλαδή να εφαρμοστεί ο ελιγμός, ο οποίος και άλλοτε είχε προταθεί από τον Διοικητήν της IV Μεραρχίας Υποστράτηγον Μοσχόπουλον.

Από της 16ης μέχρι της 19ης Φεβρουαρίου 1913, έγιναν όλες οι απαραίτητες προκαταρκτικές ενέργειες και η συγκέντρωσις των μονάδων του Β΄ Τμήματος Στρατιάς με κάθε μυστικότητα, εις τις προβλεπόμενες από το σχέδιο θέσεις, με ετοιμότητα για την επίθεσιν της επομένης.

Το πρωί της 20ης Φεβρουαρίου, άρχισεν η γενική επίθεσις κατά της ωχυρωμένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων.

Εκτιμώ ότι παρέλκει η πλήρης εξιστόρησις της διατάξεως των δυνάμεων, καθώς και των λεπτομερειών των επιχειρήσεων, έρχομαι εις τις τελευταίες εξελίξεις. Η τολμηρή διείσδυσις του 1ου Συντάγματος Ευζώνων εις το εσωτερικόν της τουρκικής τοποθεσίας, μέχρι τις παρυφές των Ιωαννίνων, ενώ τα οχυρά Χιντζηρέλου, Μπιζάνι και Καστρίτσα έμεναν ανέπαφα, συνέτεινεν εις την απόφασιν των Τούρκων να παραδοθούν.

Έτσι, ο Αρχηγός των Τουρκικών δυνάμεων Εσσάτ Πασάς δεν ανέμενε το τελειωτικόν κτύπημα, αλλά για να αποφύγη περαιτέρω άσκοπον καταστροφήν των δυνάμεών του απευθύνθηκε προς τους Προξένους της Ρωσίας, Αυστροουγγαρίας, Γαλλίας και Ρουμανίας να μεσολαβήσουν για την παράδοσιν.       

Ο Ταγματάρχης Ιωάννης Βελισσαρίου ωδήγησεν ο ίδιος την τουρκικήν αντιπροσωπίαν εις το Γενικόν Στρατηγείον εις το Χάνι Εμίν Αγά, όπου και έφθασεν εις τις 04.30 περίπου της 21ης Φεβρουαρίου 1913.

Μετά από σύντομον συζήτησιν της τουρκικής αντιπροσωπείας με τον Αρχιστράτηγον Κωνσταντίνον, επετεύχθη συμφωνία για την παράδοσιν της πόλεως των Ιωαννίνων και του εκεί Τουρκικού Στρατού, η οποία θα άρχιζε από το πρωί της ιδίας ημέρας.

Το Γενικόν Στρατηγείον, με τηλεφωνικήν Διαταγήν του, εγνωστοποίησε το γεγονός προς όλες τις μονάδες, ενώ παράλληλα με τηλεγραφήματά του ανέφερε εις τον Βασιλιά και τον Πρωθυπουργόν την συμφωνίαν για την παράδοσιν του Τουρκικού Στρατού. 

Ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος εισήλθεν επισήμως εις την πόλιν των Ιωαννίνων την επομένην 22 Φεβρουαρίου κάτω από τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις των κατοίκων. Επηκολούθησε Δοξολογία εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν, μέσα εις πανηγυρικήν ατμόσφαιραν. 

«Γαριβαδινοί ή Γαριβάλδηδες ονομάζονταν Ιταλοί πολεμιστές που συγκρότησαν εθελοντικό στρατιωτικό σώμα λεγόμενο άλλοτε «Φάλαγγα Γαριβαλδινών» ή «Τάγμα Γαριβαλδινών». Λέγονταν επίσης και ερυθροχίτωνες από το χρώμα του χιτωνίου που έφεραν. Το όνομά τους προέρχεται από τον ιδρυτή του εθελοντικού αυτού σώματος τον Ιταλό πατριώτη Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι που το συγκρότησε το 1862 κατά την εκστρατεία κατά του Παπικού κράτους.

Καταστατική αρχή του εθελοντικού αυτού σώματος ήταν να σπεύδουν και να μάχονται στο πλευρό των υπέρ της ελευθερίας πολεμούντων.

Κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ο γιος του Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι, ο Ριτσιότι Γκαριμπάλντι έσπευσε στην Ελλάδα στο πλευρό των Ελλήνων με δύναμη 800 ανδρών οι οποίοι και έλαβαν μέρος στη μάχη του Δομοκού (5-5-1897). Επίσης κατά τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο του 1912 ο από του 1897 Έλληνας λοχαγός των Γαριβαλδινών Αλέξανδρος Ρώμας σχημάτισε «φάλαγγα εξ Ελλήνων ερυθροχιτώνων» που θα ενώνονταν με αντίστοιχο τάγμα Ιταλών Γαριβαλδινών που έσπευδαν και πάλι στην Ελλάδα.

Μετά τη συγκρότηση της νέας φάλαγγας αυτή προωθήθηκε στο  μέτωπο όπου και διακρίθηκε στη μάχη του Δρίσκου, στην Ήπειρο, εναντίον μεγαλύτερης εχθρικής πίεσης. Στη διάρκεια όμως της υποχώρησης η φάλαγγα υπέστη μεγάλες απώλειες, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Κερκυραίος εθελοντής τότε ποιητής Λορέντζος Μαβίλης που έπεσε υπέρ της πατρίδας.            

Παραταύτα δύο χρόνια αργότερα το 1914 πάλι σώμα Ελλήνων Γαριβαλδινών (ερυθροχιτώνων) έδρασε υπό τον Αλέξανδρο Ρώμα στην περιοχή της αυτόνομης πλέον Ηπείρου» (ΔΙΣ/ΓΕΣ).


Φωτόπουλος Δ. Γιώργος – Γεωργάκης

Εκ Μεγάλης Βρύσης Καμενιάνων Καλαβρύτων

Σχετικές δημοσιεύσεις